-
1 ονομαζω
ион. οὐνομάζω эол. ὀνῠμάζω (fut. ὀνομάσω - эол. ὀνῠμάξομαι, aor. ὠνόμασα - ион. οὐνόμασα, эол. ὀνύμαξα)1) именовать, называть(σοφιστήν τινα Plat.)
πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀ. τινά Hom. — называть кого-л. по отчеству;τίς ὀνομάζεταί ποθ΄ οὖτος ; Arph. — как же его зовут?2) звать по имени, произносить имя, призывать(Σόλωνα Her.)
3) называть, давать имя или названиеὀ. τινὰ παῖδα Soph. — назвать кого-л. (своим) сыном;
ἀπὸ τούτου μὲν τοῦτο ὀνομάζεται Her. — отсюда и пошла эта поговорка4) называть по имени, перечислять, предлагать(περικλυτὰ δῶρα Hom.)
5) выражать, излагать(λόγοισι οὐ βραχέσι τι Soph.)
6) прославиться, стать знаменитым(πρόγονοι ὀνομαζόμενοι Xen.; ὠνομασμένος τὸ γένος Diod.)
См. также в других словарях:
περικλυτός — Έλληνας γλύπτης και χαλκοπλάστης, που αναφέρεται από τον Πλίνιο ότι έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Υπήρξε μαθητής του περίφημου γλύπτη Πολύκλειτου του Αργείου και δάσκαλος του Αντιφάνη από τη Σικυώνα. Ο Παυσανίας ανάφερει ως έργο του Π.,… … Dictionary of Greek